στροφάλιγξ

στροφάλιγξ
στροφάλ-ιγξ [], ιγγος, , ([etym.] στρέφω, στροφαλίζω)
A whirl, eddy,

ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775

, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503;

ἀελλάων Opp.H.1.446

;

καπνοῖο A.R.4.140

; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph.,

σ. μάχης AP7.226

(= Anacr. 100); ἄοκνος ς., of existence, Dam.Pr.148.
II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34.
III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697.
IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στροφάλιγξ — whirl fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή …   Dictionary of Greek

  • στροφάλιγγα — στροφάλιγξ whirl fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγας — στροφάλιγξ whirl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγες — στροφάλιγξ whirl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγι — στροφάλιγξ whirl fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγος — στροφάλιγξ whirl fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξι — στροφάλιγξ whirl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξιν — στροφάλιγξ whirl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευστροφάλιγξ — εὐστροφάλιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ εὐστροφάλιγγα κόμην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»] …   Dictionary of Greek

  • πολυστροφάλιγξ — άλιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που γίνεται με πολλούς ανεμοστρόβιλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάλιγξ «ανεμοστρόβιλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”